Τετάρτη 1 Δεκεμβρίου 2010

Ο Χάρης Χριστόπουλος αφηγείται στιγμιότυπα της ζωής του

Είχα έναν θείο, αδελφό του πατέρα µου, ο οποίος ήταν πολύ µποέµ τύπος. Ο θείος ο Βλάσης. Εξι µήνες ζούσε σε νησί και έξι µήνες στην Αθήνα µοναχικά. Ηταν εργένης εκ πεποιθήσεως, αλλά και µεγάλος καλλιτέχνης. Εγραφε καταπληκτικά και µελοποιούσε ποιήµατα. Στις πρώτες µου διακοπές, λοιπόν, πήγα να βρω τον θείο Βλάση. Καλοκαίρι του 1976. Παίρνω µια σκηνή και φεύγω για την Ιο να µείνω µία εβδοµάδα µαζί του.
Εφτασα νύχτα. Ο θείος Βλάσης έµενε σε έναν λόφο στον Μυλοπότα, σε ένα κυκλαδίτικο κελί που µέσα είχε δύο ράντζα και µια στάµνα. Ηταν χίπης για πολλά χρόνια ο θείος. Εστησα, θυµάµαι, τη σκηνή κάτω από µια συκιά, µέσα στο κτήµα και έπεσα για ύπνο. Το πρωί µόλις ξύπνησα µπήκα στο κελί να τον βρω, αλλά ξαφνικά αντίκρισα τέσσερις ξαπλωµένες γυναίκες να κοιµούνται µαζί του. Ηταν ψηλές, µε ξανθά µαλλιά και εκπληκτικά σώµατα. Εκείνη τη στιγµή ήταν σαν να άνοιξε ένα βιβλίο µέσα µου.
Ολες οι φαντασιώσεις που είχα από παιδί δικαιώνονταν. Υπήρχε ένας ερωτισµός σ’ εκείνο το δωµάτιο, γνήσιος και αληθινός. Ετσι φανταζόµουνα τη ζωή µου. Λίγο µετά κατέβηκα στην παραλία, όπου και βρέθηκα απέναντι σε εκατοντάδες άτοµα γυμνά. Πρώτη φορά έβλεπα στη ζωή μου γυμνιστές. Από τους Αγίους Αναργύρους είχα ταξιδέψει στον Παράδεισο. Εκεί απέκτησα και την πρώτη μου ερωτική εμπειρία με μια Γερμανίδα 27 χρόνων, γεγονός που με καθόρισε ως άνθρωπο.

Εγώ γεννήθηκα στο Θησείο. Από έξι χρόνων έκανα σκίτσα, αλλά έπαιζα και κιθάρα. Ο πατέρας μου ήταν μουσικός και τελείως ελεύθερος άνθρωπος. Με παρότρυνε διαρκώς να ακούω την καρδιά μου και να πράττω αναλόγως.
Επηρεασμένος από το καλοκαίρι με τον θείο Βλάση, μόλις τελειώνω το λύκειο φεύγω για την Αμοργό. Εκεί γνωρίζω και τη Μαίρη, μια 29χρονη Ολλανδή με την οποία γινόμαστε ζευγάρι. Το επόμενο Πάσχα έρχεται μια φίλη της να μας επισκεφτεί. Ηταν ερασιτέχνης φωτογράφος και της άρεσε να απαθανατίζει στιγμές μας. Μας τραβούσε όταν πηγαίναμε για ψάρεμα, όταν φυτεύαμε στον κήπο, όταν πίναμε καφέ. Εναν μήνα μετά μου έστειλε ένα πακέτο. Μόλις το άνοιξα έπαθα σοκ. Είχε μεγάλες ασπρόμαυρες φωτογραφίες μας. Ενιωσα δέος. Ξαφνικά έβλεπα τη ζωή μου καρέ καρέ: εμένα, τη «γυναίκα» μου, τα ζώα μας, τη θάλασσα, τη γη, το νησί. Πλημμύρισε η ψυχή μου. Κατάλαβα πως μόνο αυτό ήθελα πια να κάνω. Να γίνω ένας ζωγράφος με φως: φωτογράφος.
Μετά το στρατιωτικό μου, το 1980, αποφασίζω να απαρνηθώ τη ζωή στην εξοχή, την κατσίκα μου, τις κότες μου, τα φυτά μου και ξεριζώνομαι. Ερχομαι στην Αθήνα. Θέλω να φωτογραφίζω ανθρώπους, πορτρέτα. «Ποιος είναι ο καλύτερος φωτογράφος μόδας εκείνη την εποχή;», αναρωτιέμαι. Ηταν ο Τάκης Διαμαντόπουλος. Μέσω του Γιώργου Παυριανού πηγαίνω να τον βρω. Με το που μπαίνω στο στούντιό του λέω «εδώ είναι το σπίτι μου». Είχε αρκετούς βοηθούς ο Διαμαντόπουλος, όμως εγώ ήμουν αποφασισμένος: «Αφήστε με μόνο να παρακολουθώ, δεν θέλω λεφτά», του είπα. Ετσι, άρχισα να πηγαίνω στο στούντιο στις 9 το πρωί και να φεύγω τα μεσάνυχτα. Δεύτερη μέρα φωτογράφιζε τη Βουγιουκλάκη, αμέσως μετά τη Μερκούρη, λίγες μέρες αργότερα τον Κωνσταντίνο Καραμανλή. Εκανα τα πάντα: από φασίνα μέχρι να δίνω τα καρούλια με τα φιλμ.
Εχει φοβερό χιούμορ ο Τάκης. Είναι αυτοσαρκαστικός. Δεν μου μιλούσε πολύ πάνω στη δουλειά - προφανώς διέκρινε πως τα πήγαινα καλά. Μερικές φορές τον ρωτούσα εγώ: «Δάσκαλε, αυτό γιατί το έχεις στραγγίξει πιο γρήγορα;». Χαμογελούσε. «Γιατί έτσι. Θα δεις». Εμαθα πάρα πολλά δίπλα του. Και το σημαντικότερο από όλα, ότι η φωτογραφία βρίσκεται στο μυαλό. Ο Τάκης φωτογράφιζε με ένα φως, όπως όλοι οι μεγάλοι φωτογράφοι. Ούτε εξοπλισμοί, ούτε εφέ, ούτε κάμερες. 
Ο φωτογράφος πρέπει πρώτα να έχει βρει την ιδέα. Το πώς θα την αποτυπώσει είναι το εύκολο κομμάτι.
Σταθμός για μένα στάθηκε η συνεργασία μου με το περιοδικό «Πρόσωπα». Ηταν ένα ασπρόμαυρο περιοδικό, εμπνευσμένο από το αμερικανικό «Interview». Εκεί ανέλαβα να κάνω πολλές μόδες και αρκετά εξώφυλλα, οπότε σύντομα άνοιξα και τον δικό μου χώρο. Ημουν πια ένας καθιερωμένος φωτογράφος. Παρ’ όλα αυτά, παρατηρώντας φωτογραφίες μεγάλων καλλιτεχνών του χώρου, όπως του Πατρίκ Ντεμαρσελιέ και του Αρθουρ Ελγκορτ, δεν άντεχα. Ελεγα μέσα μου πως θέλω να είμαι σε αυτή τη φωτογράφηση έστω κι αν πρέπει να ξεκινήσω πάλι από το μηδέν.
Κάποια στιγμή φωτογραφίζω τον Αλέξανδρο Ιόλα για τα «Πρόσωπα». Οταν το τεύχος δημοσιεύεται, εκείνος μου ζητάει αντίγραφα των φωτογραφιών γιατί του άρεσαν πολύ. Ετοίμασα λοιπόν ένα ωραίο πακέτο με ασπρόμαυρες φωτογραφίες και πήγα σπίτι του στην Αγία Παρασκευή. Αφού ήπιαμε καφέ, μου είπε: «Αν ποτέ θελήσεις να πας έξω, θα ’ρθεις σε μένα». Τέσσερις μήνες μετά, όταν πια η επιθυμία μου να πάω στη Νέα Υόρκη είχε φουντώσει, του ζήτησα να με βοηθήσει. Αυτό που μου έδωσε εκείνος ήταν μια συστατική επιστολή, σε έναν φάκελο που απ’ έξω έγραφε «Αντι Γουόρχολ». Λίγες εβδομάδες αργότερα ο Γουόρχολ με δεχόταν στο γραφείο του. Θυμάμαι, είχε παραγγείλει κινέζικο, το οποίο μόλις είχε φτάσει σε κουτιά delivery. Ανοιξε τον φάκελο και άρχισε να χαμογελάει. Διάβαζε και χαμογελούσε. Οταν τελείωσε, γύρισε και με ρώτησε: «So, do you want to stay here?». Ετσι ξεκίνησα.
Στη Νέα Υόρκη έμεινα 8,5 χρόνια. Στην Ελλάδα γύρισα το 1992. Η Νέα Υόρκη ήταν ένα μεγάλο σχολείο ζωής, αλλά όχι η ίδια η ζωή για μένα. Δεν θα μπορούσα να ζήσω στη Νέα Υόρκη για πάντα. Ποτέ δεν την αισθάνθηκα πόλη μου. Είχα κατάθλιψη για τρεις, τέσσερις μήνες. Βγαίνοντας από μια μακροχρόνια σχέση κλείστηκα στον εαυτό μου. Υπήρξαν πολλά δύσκολα βράδια για μένα. Βράδια με αυτό το «γιατί». Αναρωτιόμουν γιατί είμαι έτσι, γιατί δεν έχω το επιθυμητό αποτέλεσμα στις σχέσεις, γιατί όλες οι γυναίκες στο τέλος φεύγουνε από κοντά μου, γιατί τις διώχνω. Ισως όσοι είμαστε Ταύροι στο ζώδιο να πιστεύουμε ότι υπάρχει πάντα κάτι καλύτερο. Τελικά πάντως, ακόμα και εκείνη η σχέση που νόμιζα πως με το τέλος της έφερνε και τη συντέλεια του κόσμου, αποδείχτηκε πως δεν ήταν αυτό που άξιζα.
Δεν είχα χρόνο μάλλον για οικογένεια. Ισως να είναι και θέμα τύχης - ο γάμος είναι και θέμα τύχης. Από την άλλη, πιθανόν να ήμουν τόσο γεμάτος από τον εαυτό μου και τόσο εγωιστής που να μην είχα χώρο για μία γυναίκα. Γιατί αγαπήθηκα πάρα πολύ από τις γυναίκες και έζησα μεγάλα πάθη.
Εγώ διαλέγω έναν τύπο γυναίκας για μοντέλο, ο οποίος νομίζω πηγάζει πάντα από τα παιδικά μας χρόνια και από τις εικόνες της εφηβείας μας. Ναι, ίσως να έχεις δίκιο, ίσως η φυσικότητα και η αλήθεια εκείνου του καλοκαιριού στην Ιο να ζει πάντα μέσα μου.
protothema