Θα περίμενε κανείς ότι όταν κάποιος έχει μικρό παιδί, θα τρώει και γενικά θα ζει πιο υγιεινά, σε σχέση με όσους δεν έχουν παιδιά, αν μη τι άλλο επειδή προσέχει τι θα το ταΐσει ή, έστω, επειδή το κυνηγάει γύρω-γύρω κι έτσι τουλάχιστον ασκείται σωματικά! Όμως μια νέα αμερικανική επιστημονική έρευνα υποστηρίζει ότι τελικά συμβαίνει το αντίθετο: οι μαμάδες και οι μπαμπάδες κάνουν χειρότερη διατροφή, ασκούνται λιγότερο και γενικότερα έχουν χειρότερη υγεία έναντι όσων συνομηλίκων τους δεν έχουν παιδιά.
Οι ερευνητές της Ιατρικής Σχολής του πανεπιστημίου της Μινεσότα, με επικεφαλής τη δρα Τζέρικα Μπέργκε, που δημοσίευσαν τη σχετική μελέτη στο περιοδικό της Αμερικανικής Ακαδημίας Παιδιατρικής “Pediatrics”, σύμφωνα με τη βρετανική «Ντέιλι Μέιλ», μελέτησαν τις περιπτώσεις 1.520 ατόμων με μέση ηλικία 25 ετών, πολλοί από τους οποίους ήσαν γονείς παιδιών κάτω των πέντε ετών.
Οι επιστήμονες διαπίστωσαν ότι οι γονείς, ιδίως οι μητέρες, είχαν μεγαλύτερο βάρος, τρώνε περισσότερα λιπαρά και τροφές με ζάχαρη και γενικά λαμβάνουν με το καθημερινό φαγητό τους περισσότερες θερμίδες (κατά μέσο 368 παραπάνω τη μέρα) σε σχέση με τις γυναίκες χωρίς παιδιά. Εξάλλου, οι γονείς και των δύο φύλων είναι σωματικά λιγότερο σωματικά ενεργητικοί σε σχέση με τους συνομηλίκους τους που δεν έχουν παιδιά. Σύμφωνα με την έρευνα, οι πατέρες δεν φαίνεται να τρώνε κατά μέσο όρο περισσότερο ή να είναι πιο παχουλοί σε σχέση με όσους δεν έχουν παιδιά, όμως ασκούνται λιγότερο (τουλάχιστον δύο ώρες λιγότερες την εβδομάδα).
Η έρευνα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι γονείς, που συνήθως έχουν περιορισμένο χρόνο λόγω αυξημένων υποχρεώσεων, επιλέγουν συχνά να καταφύγουν στο γρήγορο και πρόχειρο φαγητό, το οποίο είναι πλούσιο σε λίπη και θερμίδες και, με τη σειρά τους, σερβίρουν παρόμοιο φαγητό και στα παιδιά τους, διαιωνίζοντας έτσι ένα φαύλο κύκλο ανθυγιεινής διατροφής. Παράλληλα, έχουν λιγότερο χρόνο να ασκηθούν σωματικά, σε σχέση με όσους έχουν περισσότερο ελεύθερο χρόνο, επειδή δεν έχουν παιδιά.
Οι ερευνητές συνιστούν στους γονείς να προσέχουν τόσο τι τρώνε οι ίδιοι, όσο και τι ταΐζουν τα παιδιά τους, ενώ τους συμβουλεύουν να μην χάνουν την ευκαιρία να πηγαίνουν βόλτα με τα παιδιά τους και γενικά να ασκούνται σωματικά μαζί τους. Πάντως, είναι άγνωστο σε ποιο βαθμό οι διαπιστώσεις της αμερικανικής έρευνας έχουν ανάλογη ισχύ και σε άλλες χώρες, όπως για παράδειγμα η Ελλάδα.
πηγή: skai
Οι ερευνητές της Ιατρικής Σχολής του πανεπιστημίου της Μινεσότα, με επικεφαλής τη δρα Τζέρικα Μπέργκε, που δημοσίευσαν τη σχετική μελέτη στο περιοδικό της Αμερικανικής Ακαδημίας Παιδιατρικής “Pediatrics”, σύμφωνα με τη βρετανική «Ντέιλι Μέιλ», μελέτησαν τις περιπτώσεις 1.520 ατόμων με μέση ηλικία 25 ετών, πολλοί από τους οποίους ήσαν γονείς παιδιών κάτω των πέντε ετών.
Οι επιστήμονες διαπίστωσαν ότι οι γονείς, ιδίως οι μητέρες, είχαν μεγαλύτερο βάρος, τρώνε περισσότερα λιπαρά και τροφές με ζάχαρη και γενικά λαμβάνουν με το καθημερινό φαγητό τους περισσότερες θερμίδες (κατά μέσο 368 παραπάνω τη μέρα) σε σχέση με τις γυναίκες χωρίς παιδιά. Εξάλλου, οι γονείς και των δύο φύλων είναι σωματικά λιγότερο σωματικά ενεργητικοί σε σχέση με τους συνομηλίκους τους που δεν έχουν παιδιά. Σύμφωνα με την έρευνα, οι πατέρες δεν φαίνεται να τρώνε κατά μέσο όρο περισσότερο ή να είναι πιο παχουλοί σε σχέση με όσους δεν έχουν παιδιά, όμως ασκούνται λιγότερο (τουλάχιστον δύο ώρες λιγότερες την εβδομάδα).
Η έρευνα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι γονείς, που συνήθως έχουν περιορισμένο χρόνο λόγω αυξημένων υποχρεώσεων, επιλέγουν συχνά να καταφύγουν στο γρήγορο και πρόχειρο φαγητό, το οποίο είναι πλούσιο σε λίπη και θερμίδες και, με τη σειρά τους, σερβίρουν παρόμοιο φαγητό και στα παιδιά τους, διαιωνίζοντας έτσι ένα φαύλο κύκλο ανθυγιεινής διατροφής. Παράλληλα, έχουν λιγότερο χρόνο να ασκηθούν σωματικά, σε σχέση με όσους έχουν περισσότερο ελεύθερο χρόνο, επειδή δεν έχουν παιδιά.
Οι ερευνητές συνιστούν στους γονείς να προσέχουν τόσο τι τρώνε οι ίδιοι, όσο και τι ταΐζουν τα παιδιά τους, ενώ τους συμβουλεύουν να μην χάνουν την ευκαιρία να πηγαίνουν βόλτα με τα παιδιά τους και γενικά να ασκούνται σωματικά μαζί τους. Πάντως, είναι άγνωστο σε ποιο βαθμό οι διαπιστώσεις της αμερικανικής έρευνας έχουν ανάλογη ισχύ και σε άλλες χώρες, όπως για παράδειγμα η Ελλάδα.
πηγή: skai