Κυριακή 30 Ιανουαρίου 2011

Ο πλανόδιος πωλητής που έδιωξε τον δικτάτορα

"Αν δεν καώ εγώ, αν δεν καείς εσύ, πως θα γεννούν τα σκοτάδια φως;", έγραψε ο Ναζίμ Χικμέτ. Δεν είναι γνωστό αν ο 26χρονος Τυνήσιος Μπουαζίζι που αυτοπυρπολήθηκε μπροστά στο κτίριο της τοπικής κυβέρνησης στη Σιντί Μπουζίντ τον είχε διαβάσει. Η φωτιά που έκαψε το σώμα του όμως "φώτισε" όντως τη χώρα.

Ο Ταρέκ Μπουαζίζι γεννήθηκε το 1984 στην μικρή πόλη της βόρειας Τυνησίας. Μεγάλωσε σε ένα σπίτι τριών δωματίων με τσιμεντένιο πάτωμα, σε ένα στενό δρομάκι. Ζούσε με τη μητέρα, τα πέντε αδέλφια του και τον θείο του που αντιμετωπίζει προβλήματα υγείας.



Ο πατέρας του, που δούλευε οικοδόμος στη Λιβύη, πέθανε από καρδιακή προσβολή όταν ο Ταρέκ ήταν τριών ετών. Η μητέρα του ξαναπαντρεύτηκε το θείο του.

Ο Ταρέκ, ο οποίος επέλεξε για τον εαυτό του το όνομα Μοχάμεντ, πήγε σχολείο μέχρι το γυμνάσιο αλλά δεν αποφοίτησε, ούτε πήγε ποτέ πανεπιστήμιο, όπως είχε μεταδοθεί αρχικά.

Το ήθελε όμως, όπως ήθελε να μορφωθούν τα αδέλφια του. Μία από τις αδελφές του πηγαίνει στο πανεπιστήμιο με δική του βοήθεια. Μολονότι δεν ήταν μορφωμένος, αγαπούσε τα βιβλία, την ποίηση και τα μαθηματικά.

Από την ηλικία των δέκα ετών έκανε διάφορες δουλειές για να συντηρήσει την οικογένειά του. Στην εφηβεία εγκατέλειψε το σχολείο και ξεκίνησε την «καριέρα» του ως πλανόδιος πωλητής φρούτων και λαχανικών. Σχεδίαζε να αποκτήσει το δικό του μικρό φορτηγό για να πουλά λαχανικά.

Του άρεσε το ποδόσφαιρο και τον ελεύθερο χρόνο του τον περνούσε στο καφέ Φουστάτ στο κέντρο της πόλης, όπου μαζεύονταν τα παιδιά της ηλικίας του, για να καπνίσουν και να παίξουν ράμι- ένα παιχνίδι με χαρτιά δημοφιλές στη χώρα. Παρά τη δύσκολη ζωή του, οι γνωστοί και οι φίλοι τον περιγράφουν ως έναν άνθρωπο ανοιχτό και ευδιάθετο.

Ανεργία και διαφθορά

Στη Σιντί Μπουζίντ η ανεργία φτάνει στο 30% (στην Τυνησία είναι 14%) και πλήττει ιδιαίτερα τους νέους. Η πόλη που βρίσκεται στην περιφέρεια, μαστίζεται από τη φτώχεια και την εγκατάλειψη, αλλά και από τη διαφθορά που είναι ενδημική στην Τυνησία και αγγίζει κάθε πτυχή της ζωής των απλών ανθρώπων.

Όσοι δεν είναι μορφωμένοι καταφεύγουν σε οποιαδήποτε δουλειά, αν και αυτή δεν είναι εύκολο να βρεθεί. Η περιοχή διαθέτει ένα εργοστάσιο παιχνιδιών, όπου μπορεί κανείς να βρει δουλειά, ωστόσο ο μισθός είναι περίπου 50 δολάρια το μήνα.

Αρκετοί άνεργοι νέοι της περιοχής απλά περνούν το χρόνο τους άσκοπα σε καφέ. Δεν υπάρχει άλλωστε άλλη διασκέδαση. Το πιο κοντινό σινεμά βρίσκεται 80 μίλια μακριά. Η πόλη διαθέτει και κέντρο νεότητας, αλλά είναι «πριβέ». Σύμφωνα με τους κατοίκους δεν επιτρέπεται η είσοδος σε όλους, αλλά μόνο σε αυτούς που έχουν «άκρες».

Όπως λέει ο Αμίν, καθηγητής Αγγλικών- που δουλεύει σε μία πόλη 20 μίλια μακριά- στους New York Times «υπάρχουν τραπέζια για πινγκ πονγκ, αλλά δεν αφήνουν τον κόσμο να παίξει. Ούτε τους νέους».

«Οι άνθρωποι εδώ είναι συνηθισμένοι να ζουν στην αδικία και να μένουν σιωπηλοί», προσθέτει. Άλλωστε όλοι σχεδόν στην πόλη έχουν να πουν μία ιστορία διαφθοράς. Χρειάζεται «λάδωμα» για τα πάντα. Για να βρεις δουλειά, για να ξεκινήσεις δική σου δουλειά, για να βγάλεις μία άδεια, για να πάρεις δάνειο...

Το «λάδωμα» δεν είναι ξένο ούτε στους πωλητές λαχανικών. Η τοπική αστυνομία και οι δημοτικοί επιθεωρητές τους κάνουν συχνές επισκέψεις. Η προμήθεια κυμαίνεται από 10 δηνάρια– περίπου 7 δολάρια– μέχρι μια σακούλα φρούτα.

Όταν φτάνουν οι επιθεωρητές, οι πλανόδιοι έχουν λίγες επιλογές: Να τρέξουν εγκαταλείποντας την πραμάτεια τους, να πληρώσουν το πρόστιμο που αντιστοιχεί σε 20 δηνάρια ή να «λαδώσουν».

Ο Μοχάμεντ είχε πληρώσει δύο φορές πρόστιμο τα δύο προηγούμενα χρόνια. Έξι μήνες πριν αυτοπυρποληθεί, η αστυνομία είχε στείλει ειδοποίηση στο σπίτι του ότι έπρεπε να πληρώσει πρόστιμο ύψους 280 δηναρίων– περίπου 400 δολάρια. Η αστυνομία τον ενοχλούσε καθημερινά, όπως και τους άλλους πωλητές, και τις περισσότερες φορές είχε αρνηθεί να τους πληρώσει.

Το χαστούκι και η φωτιά

Το πρωινό της 17ης Δεκεμβρίου ο Μοχάμεντ πουλούσε όπως κάθε ημέρα λαχανικά όταν έφτασαν οι επιθεωρητές με επικεφαλής την 45χρονη Φαιντά Χαμντί, κόρη αστυνομικού με «ισχυρή προσωπικότητα», όπως την περιγράφουν οι συνάδελφοι της.

Σύμφωνα με μάρτυρες, επαναλήφθηκε η γνωστή σκηνή με την απειλή προστίμου και η κ. Χαμντί του είπε ότι ο πάγκος του θα κατασχόταν. Εκείνος αντέδρασε και λογομάχησαν. Πάνω στον καβγά, η γυναίκα σήκωσε το χέρι της και τον χαστούκισε μπροστά σε δεκάδες συναδέλφους του. Οι άνδρες συνάδελφοί της του επιτέθηκαν και τον ακινητοποίησαν. Ο πάγκος κατασχέθηκε παρά τις εκκλήσεις του.

Ο 26χρονος αποφάσισε να πάει στο δημαρχείο για να ζητήσει πίσω τον πάγκο και την πραμάτεια του, μάταια ωστόσο. Σύμφωνα με μαρτυρίες στο δημαρχείο υπέστη νέο ξυλοδαρμό. Τότε αποφάσισε να αποταθεί στο κτίριο της τοπικής κυβέρνησης. Κανείς δεν ενδιαφέρθηκε να τον ακούσει. Ο Μοχάμεντ δαρμένος, ταπεινωμένος, χωρίς μέσο πλέον να συντηρήσει την οικογένειά του δεν είδε μπροστά του άλλη επιλογή.

Ήταν μεσημέρι όταν αγόρασε ένα μπουκάλι με διαλυτικό μπογιάς, λούστηκε με αυτό και έβαλε φωτιά. Όταν μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο το 90% του σώματός του είχε καεί. Η είδηση εξαπλώθηκε γρήγορα στη μικρή πόλη προκαλώντας οργή και αυθόρμητες διαμαρτυρίες.

«Ορίστε τα λεφτά σας»

Το απόγευμα της ίδιας ημέρας συγγενείς, φίλοι και συνάδελφοι του Μοχάμεντ «πολιορκούσαν» το τοπικό κυβερνείο. Πετούσαν νομίσματα προς το κτίριο φωνάζοντας «ορίστε τα λεφτά σας» όπως λέει ένας 20χρονος μαθητής που συμμετείχε με συναδέλφους του σε διαδηλώσεις. Την επόμενη ημέρα οι διαμαρτυρίες μεγάλωσαν σε όγκο. Έξω από το κυβερνείο, έξω από την αστυνομία κόσμος μαζευόταν και φώναζε την οργή του. Μαζί με τις αντιδράσεις μεγάλωσε και η καταστολή. Η αστυνομία κράτησε σκληρή στάση κατά των διαδηλωτών, χτυπώντας τους και ρίχνοντας δακρυγόνα.

Το νοσοκομείο της πόλης γέμισε τραυματίες. Δύο άνθρωποι έπεσαν νεκροί από σφαίρες.

Τα γεγονότα έγιναν γρήγορα γνωστά μέσω Ίντερνετ. Ο σχεδιαστής Σαμσεντίν Αμπιντί ανέβαζε βίντεο και φωτογραφίες από όσα συνέβαιναν στο Facebook. Δημοσιογράφος του Aljazeera πήρε την ιστορία και την έκανε θέμα. Το ρεπορτάζ μεταδόθηκε πρώτο από το αραβικό κανάλι, το πήραν τα ξένα πρακτορεία, εξαπλώθηκε σε όλο τον κόσμο.

Στο μεταξύ οι αντιδράσεις επεκτάθηκαν και πέρα από τη Σιντί Μπουζίντ, στις γειτονικές πόλεις. Άνθρωποι του μόχθου, συνδικαλιστές, φοιτητές, μαθητές και εκπαιδευτικοί– Τυνήσιοι κάθε ηλικίας και τάξης- ενώθηκαν εκφράζοντας την οργή τους για χρόνια καταπίεσης, αδικίας και διαφθοράς.

Η φωτογραφία του νεαρού πλανόδιου που έσβηνε στο νοσοκομείο ήταν στα χέρια όλων των διαδηλωτών. Έγινε σύμβολο κατά της τυραννίας.

Όταν ο Μοχάμεντ άφησε την τελευταία του πνοή στις 4 Ιανουαρίου, οι διαδηλώσεις δονούσαν την πρωτεύουσα. Δέκα ημέρες μετά ο πρόεδρος– «δικτάτορας» για πολλούς– Ζιν ελ Αμπιντίν Μπεν Άλι αναγκάστηκε να φύγει από τη χώρα.

Προσκεκλημένοι στο προεδρικό μέγαρο

Η μητέρα του Μοχάμεντ Μενομπία, λέει στο Al jazeera ότι ο γιος της συχνά δεχόταν κακομεταχείριση από τους αστυνομικούς και η φτώχεια ήταν κάτι που είχε συνηθίσει. Αυτό που τον οδήγησε στην ακραία πράξη του ήταν η ταπείνωση όπως λέει. «Τον πλήγωσε βαθιά αυτό το χαστούκι. Τραυμάτισε την αξιοπρέπειά του» αναφέρει.

Ο πρόεδρος Μπεν Άλι επισκέφθηκε τον Μοχάμεντ στο νοσοκομείο υπάρχει και η γνωστή φωτογραφία του Γαλλικού Πρακτορείου– μετά από δύο εβδομάδες. Η κ. Μπουαζίζι αναφέρει ότι της υποσχέθηκε να κάνει ό,τι μπορεί για να τον σώσει. Της είπε μάλιστα ότι θα τον πήγαινε στη Γαλλία για νοσηλεία.

Η οικογένεια του πωλητή λαχανικών που βρήκε κλειστές τις πόρτες του δημαρχείου και της τοπικής κυβέρνησης, προσκλήθηκε επισήμως στο προεδρικό μέγαρο. Ωστόσο όλα αυτά ήρθαν πολύ αργά. Η ζωή του 26χρονου δεν μπορούσε να σωθεί και σίγουρα ούτε η προεδρία του Μπεν Άλι, ο οποίος τελικά δεν κράτησε την υπόσχεση να στείλει τον Μοχάμεντ στη Γαλλία. «Πήγα στο προεδρικό μέγαρο για να ζητήσω δικαιοσύνη για το γιο μου. Ωστόσο είμαι σίγουρη ότι μας προσκάλεσε μόνο και μόνο για να σταματήσει τις αντιδράσεις» δήλωσε η κ. Μενομπία.

«Οδός Μοχάμεντ Μπουαζίζι»

Ένα μήνα μετά από τη μέρα που ο Μοχάμεντ κάηκε, η φωτιά εξακολουθεί να απλώνεται πέρα από τα σύνορα της χώρας. Αρκετοί άνθρωποι έχουν ακολουθήσει το παράδειγμα του 26χρονου. Ούτε η Τυνησία έχει ησυχάσει. Ο κόσμος βρίσκεται ακόμη στους δρόμους γιατί στη μεταβατική κυβέρνηση βλέπει ακόμα τα πρόσωπα της αδικίας που στελέχωναν την τυρρανική κυβέρνηση του Μπεν Άλι.

Όσο για τη μικρή Σιντί Μπουζίντ, που έγινε πλέον παγκοσμίως γνωστή, σήμερα είναι γεμάτη δημοσιογράφους που παίρνουν συνεντεύξεις από συγγενείς και συναδέλφους του Μοχάμεντ. Η κεντρική οδός της πόλης φέρει πλέον το όνομα– γραμμένο με σπρέι– Μοχάμεντ Μπουαζίζι.

Ο πλανόδιος πωλητής αναπαύεται μετά από μία σύντομη ζωή μόχθου για τον επιούσιο, σε έναν απλό τάφο έξω από την πόλη ανάμεσα σε ελιές, κάκτους και ανθισμένες αμυγδαλιές. Οι πλανόδιοι πωλητές της πόλης δεν τρέχουν πια όταν βλέπουν επιθεωρητές…



πηγή: nooz